- ὁλοσφύριον
- ὁλο-σφύριον, τό, eine gehämmerte, massive Metallmasse
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοσφύριον — ὁλοσφύριον και ὁλόσφυρον, τὸ (Α) τεμάχιο σφυρηλατημένου μετάλλου, όγκος μεταλλικός κατεργασμένος με σφυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + σφύριον (< σφῦρα)] … Dictionary of Greek
ὁλοσφύριον — piece of beaten metal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek